ξημεροβραδιάζομαι

ξημεροβραδιάζομαι
1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα, από τα ξημερώματα ως το βράδυ («ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία»)
2. αφοσιώνομαι με ζήλο σε ένα έργο αφιερώνοντας όλες τις ώρες μου («ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξημερώνομαι + βραδιάζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξημεροβραδιάζομαι — ξημεροβραδιάζομαι, ξημεροβραδιάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξημεροβραδιάζομαι — ιάστηκα, περνώ τον καιρό μου κάπου μέρα και βράδυ: Ξημεροβραδιάζεται στο καφενείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημεροξημερώνομαι — και μεροξημερώνομαι περνώ τις ημέρες και τις νύχτες κάπου, ξημεροβραδιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + ξημερώνομαι (< εξ + ημέρα) Επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. επαναπανωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”