- ξημεροβραδιάζομαι
- 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα, από τα ξημερώματα ως το βράδυ («ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία»)2. αφοσιώνομαι με ζήλο σε ένα έργο αφιερώνοντας όλες τις ώρες μου («ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξημερώνομαι + βραδιάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.